- πασιφίλητος
- πᾱσῐ-φίλητος [pron. full] [φῐ], ον,A loved by all, IG5(2).254 ([place name] Tegea).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πασιφίλητος — ον, Α αγαπητός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φιλῶ «αγαπώ»] … Dictionary of Greek